- ανθυγιεινός, -ή
- -ό αυτός που βλάφτει στην υγεία: Το κλίμα της περιοχής αυτής είναι ανθυγιεινό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανθυγιεινός — ή, ό μη υγιεινός, επιβλαβής για την υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υγιεινός. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της ιατροδικαστικής και της τοξικολογίας Γεώργιο Βάφα (1850 1911)] … Dictionary of Greek
αθλιότοπος — ο άθλιος, ελεεινός τόπος (άγονος, φτωχός ή ανθυγιεινός), δύσβατος τόπος, κακοτοπιά … Dictionary of Greek
ανεμοφθορία — η (Α ἀνεμοφθορία) η φθορά που προκαλείται στις καλλιέργειες από ανέμους αρχ. βαριά, λοιμώδης νόσος την οποία προκαλεί ανθυγιεινός αέρας … Dictionary of Greek
ανθυγιεινότης — ( τητος), η η ιδιότητα του ανθυγιεινού, η νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθυγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γερμανό γιατρό Βερνάρδο Όρνσταϊν στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
δυσάερος — δυσάερος, ον (Α) 1. (για χώρο) που έχει νοσηρό, βλαβερό αέρα 2. (για ατμόσφαιρα) ανθυγιεινός … Dictionary of Greek
κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… … Dictionary of Greek
τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… … Dictionary of Greek